- πλεονεκτικῆς
- πλεονεκτικόςgreedyfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… … Dictionary of Greek
Γάδειρα — Αρχαία πόλη των Φοινίκων που ήταν χτισμένη σε νησίδα κοντά στις Ηράκλειες Στήλες. Η ονομασία της προέρχεται από τη σημιτική λέξη γκαντίραγκαντίρ (οχυρό, φρούριο). Κατά την αρχαιότητα αναδείχτηκε σε σημαντικότατο εμπορικό κέντρο, λόγω της… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek